τρίφυλλα

τρίφυλλα
τρίφυλλον
clover
neut nom/voc/acc pl
τρίφυλλος
three-leaved
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μηδική — (Medicago). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Πρόκειται για πόες, που μοιάζουν στο τριφύλλι, και φέρουν μικρά άνθη και τρίφυλλα σύνθετα φύλλα. Κυριότερος εκπρόσωπος του γένους είναι το είδος Medicago sativa, γνωστό ως ήμερο… …   Dictionary of Greek

  • Αμφίκαρπος — ο Βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας τών Χεδρωπών με λίγα είδη, ιθαγενή τής Βορειοανατολικής Αμερικής, Ιαπωνίας και Ινδιών. Είναι αναρριχώμενες πόες με φύλλα σύνθετα τρίφυλλα και άνθη λευκά ή πορφυρόχρωμα …   Dictionary of Greek

  • έβενος — I (ebenus). Γένος ποωδών ή φρυγανικών φυτών της οικογένειας των ψυχανθών με περίπου 15 είδη, που ευδοκιμούν στις περιοχές γύρω από την ανατολική Μεσόγειο. Έχει φύλλα φτερωτά, τρίφυλλα και σπάνια απλά. Τα άνθη του είναι ροζ ή κόκκινα σε… …   Dictionary of Greek

  • γιασεμί — Φυτό που ανήκει στην οικογένεια των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία του είναι ίασμος ο ευοσμότατος. Έχει λευκά άνθη με δυνατό άρωμα, από τα οποία βγαίνει το γιασεμόλαδο. Τα άνθη του σχηματίζουν επάκριους κορύμβους πάνω σε… …   Dictionary of Greek

  • μύρρα — Κομμεορητίνη που εξάγεται με εντομές στους βλαστούς και στον κορμό τής κομμιφόρου της αβησσυνιακής και της κομμιφόρου της σιμπέριας (οικογένεια των βουρσεριδών, δικοτυλήδονα), δέντρων της Αραβίας και της Αφρικής. Τα δέντρα αυτά έχουν βλαστούς… …   Dictionary of Greek

  • ξανθόξυλο — (xanthoxylo). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ρουτιδών με περίπου 150 είδη που ζουν στις τροπικές και παρατροπικές περιοχές του κόσμου. Είναι θάμνοι ή δέντρα φυλλοβόλα ή αειθαλή με διακλαδώσεις αγκαθωτές. Έχει φύλλα αντίθετα, φτερωτά,… …   Dictionary of Greek

  • ποτεντίλα — (potentilla). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ροδιδών με περίπου 200 είδη, που ευδοκιμούν στις εύκρατες και ψυχρές χώρες του βορείου ημισφαιρίου. Είναι πόες πολυετείς ή μονοετείς, με φύλλα σύνθετα, τρίφυλλα και μικρά φύλλα, οδοντωτά. Τα… …   Dictionary of Greek

  • σπαθί — Με τη λέξη αυτή χαρακτηρίζουμε δύο όπλα, το «ξίφος» και τη «σπάθη», που ουσιαστικά συγχέονται μεταξύ τους γι’ αυτό και δεν υπάρχει μεταξύ τους σαφής διάκριση. Γενικά «ξίφη» λέγονται εκείνα που είναι τροχισμένα και από τις δύο κόψεις και… …   Dictionary of Greek

  • σόγια — (σόγια η αδρότριχη = γλυκίνη η αδρότριχη). Φυτό της οικογένειας των Ψυχανθών ή Παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα). Κατάγεται από τις ανατολικές περιοχές της Ασίας· καλλιεργείται σε μεγάλη κλίμακα στην Κίνα, Ιαπωνία, Μαντζουρία, Βιετνάμ και καλλιεργείται …   Dictionary of Greek

  • φασολιά — Ποώδη φυτά και οι καρποί και τα σπέρματά τους. Ανήκουν στην οικογένεια των χεδρωπών ή λεγκουμινωδών και στην οικογένεια των ψυχανθών ή παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα). Εξαιτίας των θρεπτικών ιδιοτήτων τους καλλιεργούνται πολύ και καταναλώνονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”